Το μεγάλο χελιδόνι και το μικρό αδελφάκι.Ένα υπέροχο παραμύθι για τη ζήλεια ανάμεσα στα αδελφάκια!

Swallows
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα χελιδόνι-μπαμπάς και μια χελιδόνα-μαμά. Οταν το φθινόπωρο έπιασαν τα πρώτα κρύα αποφάσισαν να ταξιδέψουν και να πάνε σε πιο ζεστά μέρη. Έτσι έφτασαν σε μια χώρα με καταγάλανο ουρανό και λαμπερό ήλιο, βρήκαν ένα πολύ όμορφο σπίτι και σκέφτηκαν να χτίσουν εκεί τη φωλιά τους. Σε μια απόμερη γωνιά,κάτω από μια καγκελωτή στέγη, άρχισαν να κουβαλούν με το ράμφος τους τα υλικά και να χτίζουν. Κουβαλούσαν χώμα, που με το σάλιο τους γινόταν λάσπη και το ανακάτευαν με ξερά μικρά φύλλα, στάχια, σανό και άλλα, και μέσα το έστρωναν με πούπουλα από τα φτερά τους. Όταν το τέλειωσαν κάθησαν και το θαύμασαν. Έγινε πραγματικά πολύ ωραίο. Μέσα εκεί πέρασαν πολλές όμορφες μέρες. Τώρα είπαν, που έχουμε τόσο ωραίο σπιτικό γιατί να μην κάνουμε κι ένα παιδάκι;
Η μαμά-χελιδόνα έκανε λοιπόν το πρώτο αυγουλάκι της και κάθησε και το ζέστανε, ώσπου ξεμύτησε ένα μικρό χελιδονάκι. Ο μπαμπάς-χελιδόνι έφερνε τροφή για τη μαμά και το μικρούλη. Γρήγορα το μικρό χελιδονάκι ξεπετάχτηκε και άρχισε να πετάει, στην αρχή με τη βοήθεια της μαμάς και του μπαμπά. Και όταν μεγάλωσαν αρκετά οι μικρές μαύρες σαν ψαλίδι φτερούγες του, άρχισε να πετάει πια μόνο του. Οι γονείς του το καμάρωναν. Μα το χελιδονάκι άρχισε να στεναχωριέται που ήταν έτσι μόνο του. Και τι δεxelidoni barn-swallow-29748ν θα? δινε για να? χει κι άλλο ένα αδερφάκι να παίζει μαζί του, να του διηγείται αυτά που έβλεπε στα μακρινά του ταξίδια και να μοιράζεται τις σκανταλιές του. Τότε οι γονείς, για να το ευχαριστήσουν, σκέφτηκαν να του κάνουν κι ένα αδερφάκι. Κάθησε πάλι η μαμά χελιδόνα έκανε ένα αυγουλάκι, το ζέστανε και βγήκε ένα άλλο μικρούτσικο χελιδονάκι. Το πρώτο χελιδόνι χάρηκε όταν το είδε, αλλά δεν μπορούσε ακόμα να παίξει μαζί του, ήταν πολύ μικρό. Έπρεπε κι αυτό να το φροντίσουν οι γονείς, όπως είχαν κάνει και με το πρώτο τους παιδάκι. Να του μάθουν πώς να κάνει τα πρώτα του φτερουγίσματα, πώς να βρίσκει την τροφή του. Η μαμά περνούσε πολλές ώρες μαζί του για να του μαθαίνει πράγματα. Αυτό όμως δεν καλοάρεσε στο μεγάλο χελιδονάκι και άρχισε να στεναχωριέται. Έβλεπε πως μέσα στη φωλιά δεν υπήρχε χώρος γι αυτόν και η μητέρα του ήταν απασχολημένη όλο με το μικρό, αυτόν ούτε που τον κοίταζε. Και το κακό ήταν που νόμιζε πως αυτόν δεν τον αγαπούσε πια η μητέρα του.
_Τώρα εσύ είσαι μεγάλο, του έλεγε, πέτα και φέρε και κανένα σκουληκάκι για να το μοιραστείς με το αδερφάκι σου.
Αυτό δεν το είχε σκεφτεί όταν ζητούσε ένα αδερφάκι. Το ήθελε για σύντροφο στα παιχνίδια του και όχι συνέχεια η μητέρα να το κρατάει στην αγκαλιά της, κι από πάνω να μοιράζεται κιόλας με το μικρό ότι κατάφερνε να πιάσει με τον κόπο του. Τι δηλαδή, θα? ρθει τώρα αυτό το νιάνιαρο να του πάρει τη θέση του; Αυτό πήγαινε πολύ. Έπρεπε με κάθε τρόπο να το διώξει. Δεν θα μοιραζόταν αυτός την αγάπη των γονιών του μ? αυτό το ξεπουπουλιασμένο μικρό, το άνοστο και άχρηστο αδερφάκι, που δεν ήξερε ακόμα να πετάει και να κυνηγάει την τροφή του, κι ούτε καλά καλά να παίζει ήξερε. Έβραζε από θυμό κι αγανάκτηση κάθε φορά που το έβλεπε στην αγκαλιά της μητέρας του. Η αγκαλιά αυτή ήταν άλλοτε καταδική του και η μαμά ήταν μοναδικά δική του. Άρχισε να κλαίει με το παραμικρό και να κάνει πείσματα, να μη θέλει να πάει να κυνηγήσει, να τσακώνεται με τα άλλα χελιδόνια της γειτονιάς. Αυτό στενοχωρούσε πολύ τη μητέρα και τον πατέρα.
_Περίμενε, του έλεγαν, θα μεγαλώσει κι αυτό και τότε θα δεις τι καλά που θα παίζετε και πόσο ωραία ταξίδια θα κάνετε οι δυο σας. Είναι ωραίο πράγμα να έχεις ένα αδερφάκι συντροφιά στα παιχνίδια και στα ταξίδια σου και να σε βοηθάει στις δύσκολες στιγμές. Αλλά το μεγάλο χελιδόνι δεν ήθελε να τα ακούσει αυτά. Δεν είχε υπομονή να περιμένει. Αυτό ήθελε να διώξει τώρα το μικρό, να μην το βλέπει και να πικραίνεται. Πως θα το πετύχαινε όμως, που η μητέρα το φύλαγε καλά; Μια μέρα βρήκε την ευκαιρία!Η μητέρα έπρεπε να βγει κι αυτή έξω να πάει να φέρει φαγητό για το μικρό. Άφησε λοιπόν τον μεγάλο να το προσέχει. Ο μεγάλος στην αρχή το χάιδεψε λιγάκι και μετά του λέει:
_Έλα να πετάξουμε και μεις έξω και να δούμε ποιος θα παραβγεί στο πέταγμα.
Ο μικρός του απάντησε κλαψουρίζοντας:
_Δεν μπορώ ακόμα να πετάξω, πρέπει κάποιος να με κρατάει.
λήψη (1)
Ο μεγάλος δεν κρατιόταν πια, έδωσε μια σπρωξιά στο μικρό και τον έβγαλε έξω από τη φωλιά με τη βία. Ο μικρούλης έκανε στην αρχή μερικά απελπισμένα φτερουγίσματα, μετά έχασε την ισορροπία και έπεσε φαρδύς πλατύς πάνω στη χωματένια αυλή.
Ο μεγάλος τα έχασε, ταράχτηκε μόλις τον είδε ακίνητο. Έτρεξε κοντά του, τον σήκωσε στις φτερούγες του και τον πήγε στη φωλιά τους. Ευτυχώς που το χώμα ήταν μαλακό και χτύπησε λίγο μόνο το ποδαράκι του. Η μανούλα κι ο πατερούλης, όταν γύρισαν, ταράχτηκαν κι αυτοί πολύ με τα καμώματα του μεγάλου, αλλά δεν είπαν τίποτα, δεν τον μάλωσαν, δεν τον έδειραν, μόνο έπεσαν σε μεγάλη συλλογή. Γιατί τάχα, αναρωτήθηκαν, ο μεγάλος μας γιος φέρθηκε τόσο άπονα και τόσο άκαρδα; Θα μπορούσε να του είχε κάνει μεγάλο κακό. Σιγά σιγά άρχισαν να καταλαβαίνουν.
_Α! είπε η μητέρα, είχε μάθει να είναι μόνος του και να έχει όλα τα χάδια και την προσοχή δική του. Είναι δύσκολο τώρα να τα μοιράζεται αυτά με άλλους. Αμα νιώθουμε έτσι άσχημα τότε δεν κάνουμε σωστά πράγματα. Το ίδιο νομίζω πως γίνεται και με τους ανθρώπους.
Ίσως να μην του εξηγήσαμε καλά πως εμείς δεν πάψαμε να τον αγαπάμε όπως και πρώτα. Φταίω όμως κι εγώ, είπε η μητέρα. Από τη στιγμή που γεννήθηκε το μωρό, όλο αυτό προσέχω. Στο μεγάλο δε δίνω καμιά σημασία. Όλο <<κάνε αυτό>>, κι όλο <<πήγαινε πιο πέρα>>, <<φέρε μου εκείνο>>, κι όλο τέτοια. Αντί να του πω ότι, όχι μόνο τον αγαπάω όπως και πρώτα, αλλά τώρα καμαρώνω κιόλας, που με βοηθάει να μεγαλώσουμε το μικρό.
_Κι εγώ φταίω, είπε ο πατέρας. Κάθε βράδυ που έρχομαι στο σπίτι μας, όλο <<τι κάνει το μωρό μας>> ρωτάω.
Κι όμως είναι το πρώτο μας παιδί, το καμάρι μας, που έμαθε να πετάει τόσο γρήγορα και να κάνει τόσα πράγματα για μας. Εξήγησαν λοιπόν στο παιδί τους πως είχαν τα πράγματα και του ζήτησαν να τους συγχωρέσει που του φέρθηκαν έτσι. Το μεγάλο χελιδόνι τα άκουσε όλα αυτά και αναθάρρησε. <<Λες να μ?αγαπάνε και μένα σαν και πρώτα; αναρωτήθηκε. Λες να μ?έχουν το ίδιο όπως και το μικρό;
_Γιατί όχι, είπε μια φωνή μέσα του. Και βέβαια σ?αγαπάνε το ίδιο. Αλλά προσέχουν και βοηθάνε τώρα το μικρό γιατί δεν μπορεί μόνο του. Οπως πρόσεχαν και σένα όταν ήσουνα μωρό.
Τώρα το χελιδόνι σκέφτηκε: <<Εγώ θα το φροντίζω από δω και πέρα, κι εγώ θα του φέρνω τα πιο καλά και νόστιμα έντομα για να μεγαλώσει γρήγορα και να παίζουμε>>
Έτσι κι έγινε. Και από εκείνη την στιγμή, με τη βοήθεια των γονιών του, άρχισε να νιώθει σαν μεγάλος. Είχε τώρα κάτι πολύ σοβαρό να κάνει :να φροντίζει το αδερφάκι του και να γίνει κι αυτός χρήσιμος σαν τον πατέρα και τη μητέρα του.  Αλήθεια, τι ωραία που είναι να κάνει κανείς διάφορα πράγματα και να τα καταφέρνει σαν να? ναι μεγάλος!!!
 

Loading

Leave a reply